Παναγής Σκουζές (1776 – 1847), «Χρονικό της σκλαβωμένης Αθήνας», 1841
25Μαρ
Οι φυλακές
Ευθύς έβαλε φύλακας εις τας πόρτας, έριξε δόσιμο τόσα γρόσια, κατά την κατάσταση. Κάθε οικογένεια καλή τόσα ξεστιά λάδι· όσα γρόσια και τόσα ξεστιά. Οι φυλακές εγέμωσαν, ανδρίκεια φυλακή και γυναίκεια φυλακή· δεν έλειπαν από τας δύο φύλακας από εκατόν πενήντα έως διακόσιοι πενήντα άντρες και εις την γυναίκεια από εικοσιπέντε έως ογδόντα γυναίκες.
Ήτον οι άντρες ορθοί εις την φυλακή· δεν εχωρούσαν καθιστοί. Δια να πάγει κανένας εις το παράθυρο της φυλακής οπού ήτον με σίδερα, να ομιλήσει κανενός φυλακισμένου, αν ήτον εμπρός ομιλούσεν εύκολα, ειδέ ήτον οπίσω, τον εσήκωναν σηκωτά από πάνω από τους ανθρώπους ή πολλά σπρωχτά, δια να πάγει να ομιλήσει.
Αν του επήγαιναν κομμάτι ψωμίον ή ολίγον άλλο τι δια να φάγει, το έδιδαν χέρι με χέρι και το ελάμβανε ο πισινός. Από το παράθυρο της φυλακής έβγαινεν ένας καπνός, μιαν άχνα, ωσάν σύγνεφο μαύρο, του αναγκαίου η βρώμα τόσων ανθρώπων· οι ηλικιωμένοι άνθρωποι εκινδύνευαν, έρχονταν εις τα ολοίστια και ολίγοι εξημερώθηκαν αποθαμένοι.
Εις την αντρίκεια φυλακή εκρέμετο ο φάλαγγας. Μετά οχτώ ημέρας της φυλακίσεως, όποιος δεν επλήρωνεν εδέρετο με τες έτοιμες βέργες, οπού οι αγροφύλακες ήτον εις χρέος, κάθε δυο ημέρες, να φέρνουν ένα δεμάτι πρικοδάφνες προς ραβδισμόν των φυλακισμένων.
Παρομοίως εις τη γυναικεία φυλακή είχαν μια κολόνα μαρμαρένια όρθια και έδεναν τη γυναίκα όρθια, βάζοντας το στήθος της κατά το μέρος της κολόνας, και με τας βέργας οι στρατιώται την έδερναν, οι Τούρκοι.
Οι γυναίκες αυτές, ήταν άλλες χήρες, άλλες οπού ήταν οι άντρες των κρυμμένοι εις τας εξοχάς, εδούλευαν και εκοιμώντο έξω, εις τα σπήλαια και ρεύματα, και άλλοι ήτον φευγάτοι. Και δυσκόλως ημπορούσαν να πάρουν τας φαμελιάς των, να τας φέρουν όθεν ήτον αυτοί, εις Χαλκίδα, Θήβα, Λιβαδιά, Μέγαρα, Πελοπόννησο, εις τας νήσους και εις Ανατολή.
Διαβάστε περισσότερα