Ιάκωβος Καμπανέλλης, «Από σκηνής και από πλατείας», εκδ. Κέδρος, 2023 (Β΄ Εμπλουτισμένη Έκδοση)
21Σεπ
Μια ξενάγηση στο έργο και στη σκέψη του δημιουργού. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης μας αποκαλύπτεται μέσα από δικά του κείμενα, άρθρα, ομιλίες, συνεντεύξεις, και μέσα από τρία διαφωτιστικά σχόλια των Κώστα Γεωργουσόπουλου, Κάρολου Κουν και Τάσου Λιγνάδη.
…ήταν άνοιξη του 1954, στο υπόγειο κάτω απ’ τον Ορφέα, που μόλις είχε τελειώσει η διαμόρφωσή του σε «κυκλικό θέατρο», και το Θέατρο Τέχνης εγκαινίαζε τη νέα εξόρμησή του με το έργο του Θόρντον Ουάιλντερ Η μικρή μας πόλη. Αυτές οι λίγες παραστάσεις Απρίλη μήνα, και μάλιστα σε μια υπόγεια αίθουσα, που μύριζαν ακόμα οι φρέσκες λαδομπογιές και τα καινούργια υφάσματα των καθισμάτων, ήταν ως φαίνεται για τον Κουν και τους συνεργάτες μια δοκιμή, αφού οι κανονικές παραστάσεις θα άρχιζαν το φθινόπωρο. Μια δοκιμή για το αν οι θεατές θα κατέβαιναν σ’ ένα υπόγειο, για το πώς θα αντιδρούσαν σε μια παράσταση που δεν θα στήνονταν «μετωπικά» απέναντί της, αλλά θα αραδιάζονταν γύρω της, που σχεδόν δεν θα είχε σκηνικά, κοντολογίς, τι απήχηση θα είχαν όλες αυτές οι θεατρικές αταξίες και ανορθοδοξίες.
Μια Κυριακή απόγευμα λοιπόν η παρέα μου κι εγώ βγάλαμε τα εισιτήριά μας και κατεβήκαμε στο υπόγειο. Πίσω από μια μισόκλειστη πόρτα πήρε το μάτι μας τον Κουν, να κρυφοκοιτάζει αυτούς που έρχονταν. Πολύ θα θέλαμε να πάμε να του μιλήσουμε, να τον δούμε κι από κοντά, αλλά δεν τολμούσαμε. Για μας ο Κουν, έστω και μισοκρυμένος πίσω από μια πόρτα να μετράει τους θεατές του, ήταν κάτι πάρα πολύ μεγάλο για να είναι πλησιάσιμο. Οι θέσεις που είχαμε ήταν στην προτελευταία σειρά, πράγμα που σήμαινε πως η παράσταση θα είχε κόσμο. Ώσπου ν’ αρχίσει κοιτάζαμε περίεργοι τη μικρή χαμηλοτάβανη σκηνή με τους προβολείς από πάνω να φαίνονται, και τους θεατές στις πρώτες πλαϊνές σειρές να είναι σχεδόν επί σκηνής και αυτοί. Ωστόσο εμάς μας ερέθιζαν όλ’ αυτά, ήμασταν νέοι, είχαμε μια λαχτάρα που πίστευε στο «σημαντικό», το γύρευε.
Ήταν και μια άθλια εποχή, ψυχρός πόλεμος, μακαρθισμός, οι πολιτικές ακραίες θέσεις είχαν γενικεύσει τη στενοκεφαλιά. Η ανάσα, η ελπίδα, η σίγουρη, η αβρώμιστη κι απλήγωτη ποιότητα ήταν «αυτός ο άλλος κόσμος της τέχνης» κι αυτό που εσύ σκεφτόσουν κι ένιωθες στις καλές σου ώρες. Όπου, λίγο πριν αρχίσει η παράσταση, δύο άσχετοι τύποι που μιλούσανε δυνατά και κοιτάζανε γύρω γύρω πότε σαν χαμένοι και πότε σπάζοντας πλάκα, κι αφού τσαλαπατήσανε τους άλλους για να περάσουν στις θέσεις τους, ήρθαν και καθίσανε ακριβώς πίσω μας. Απ’ αυτά που λέγανε καταλάβαμε ότι ο ένας απ’ τους δυο είχε κάνει λάθος κι αντί να βγάλει εισιτήρια για τον κινηματογράφο Ορφέα είχε βγάλει για το Θέατρο Τέχνης. Ο άλλος έλεγε «Ρε συ, πού μ’ έφερες, πάμε να φύγουμε», ύστερα άρχισαν ν’ αναρωτιούνται κι οι δυο τι σόι θέατρο ήταν αυτό και τι πρόκειται να δούνε. Άρχισαν να ρωτάνε τους διπλανούς αν είναι «επιθεώρηση» και πού είναι η σκηνή και η αυλαία και τελικά αποφασίσανε να δούνε λίγο και να φύγουνε.
Διαβάστε περισσότερα